συμφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμφλέγω:''' сжигать (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι [[μετά]] τινος Plut. сгореть вместе с чем-л.
|elrutext='''συμφλέγω:''' [[сжигать]] (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι [[μετά]] τινος Plut. сгореть вместе с чем-л.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:45, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφλέγω Medium diacritics: συμφλέγω Low diacritics: συμφλέγω Capitals: ΣΥΜΦΛΕΓΩ
Transliteration A: symphlégō Transliteration B: symphlegō Transliteration C: symflego Beta Code: sumfle/gw

English (LSJ)

A burn up, burn to cinders, E.Ba.595 (lyr.); σ. κεραυνῷ Theoc.22.211; σ. αὐτοὺς κύκλῳ LXX Is.42.25; with love, AP5.110 (Antiphil.):—Pass., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Plu.Alex.60.

German (Pape)

[Seite 992] mit, zusammen verbrennen; δώματα, Eur. Bacch. 595; κεραυνῷ, Theocr. 22, 211; auch von der Liebe, συμφλέξει πάντας φίλτρα, Antiphil. 2 (V, 111).

Greek (Liddell-Scott)

συμφλέγω: φλέγω, καίω ὁμοῦ, κατακαίω μέχρι τέφρας, Εὐρ. Βάκχ. 595· σ. κεραυνῷ Θεόκρ. 22. 211. ― Παθητ., συμφλέγεσθαι ὑπὸ τῶν κεραυνῶν Πλουτ. Ἀλέξ. 60· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθολ. Π. 5. 111.

French (Bailly abrégé)

brûler entièrement, consumer.
Étymologie: σύν, φλέγω.

Greek Monolingual

Α
κατακαίω («συμφλέγει πάντα (ἔρως)», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φλέγω «καίω»].

Greek Monotonic

συμφλέγω: μέλ. -ξω, καίω, πυρπολώ μαζί ώσπου να μείνουν οι στάχτες, καίω ολοσχερώς, κατακαίω από κοινού, σε Ευρ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

συμφλέγω: сжигать (δώματα Eur.): συμπεφλέχθαι μετά τινος Plut. сгореть вместе с чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φλέγω [σύν, φλέγω] geheel verbranden, in de as leggen:. σύμφλεγε δώματα Πενθέος brand het paleis van Pentheus af Eur. Ba. 595.

Middle Liddell

fut. ξω
to burn to cinders, Eur., Theocr.