τετράπλεθρος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τετράπλεθρος:''' размером в четыре плетра (τὸ [[ἐμβαδόν]] Polyb.). | |elrutext='''τετράπλεθρος:''' [[размером в четыре плетра]] (τὸ [[ἐμβαδόν]] Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τετρᾰ́πλεθρος, ον,<br />consisting of [[four]] plethra, Polyb. | |mdlsjtxt=τετρᾰ́πλεθρος, ον,<br />consisting of [[four]] plethra, Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A consisting of four plethra, Plb.6.27.2.
German (Pape)
[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξά-πλεθρος)].
Greek Monotonic
τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
τετράπλεθρος: размером в четыре плетра (τὸ ἐμβαδόν Polyb.).
Middle Liddell
τετρᾰ́πλεθρος, ον,
consisting of four plethra, Polyb.