τυμβοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τυμβοῦχος:''' могильный ([[Κήρ]] Anth.).
|elrutext='''τυμβοῦχος:''' [[могильный]] ([[Κήρ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]<br />[[sepulchral]], Anth.
|mdlsjtxt=τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]<br />[[sepulchral]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:00, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοῦχος Medium diacritics: τυμβοῦχος Low diacritics: τυμβούχος Capitals: ΤΥΜΒΟΥΧΟΣ
Transliteration A: tymboûchos Transliteration B: tymbouchos Transliteration C: tymvoychos Beta Code: tumbou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω) A placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fréquente les tombeaux.
Étymologie: τύμβος, ἔχω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε τάφο, ενταφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

τυμβοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, νεκρικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοῦχος: могильный (Κήρ Anth.).

Middle Liddell

τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]
sepulchral, Anth.