τραγομάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).
|elrutext='''τρᾰγομάσχᾰλος:''' [[с козлиным запахом под мышками]] (Γοργών Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, [[μασχάλη]]<br />with armpits [[smelling]] like a he-[[goat]], Ar.
|mdlsjtxt=τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, [[μασχάλη]]<br />with armpits [[smelling]] like a he-[[goat]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγομάσχᾰλος Medium diacritics: τραγομάσχαλος Low diacritics: τραγομάσχαλος Capitals: ΤΡΑΓΟΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tragomáschalos Transliteration B: tragomaschalos Transliteration C: tragomaschalos Beta Code: tragoma/sxalos

English (LSJ)

ον, A with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.

German (Pape)

[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυ-μάσχαλος].

Greek Monotonic

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγομάσχᾰλος: с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).

Middle Liddell

τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, μασχάλη
with armpits smelling like a he-goat, Ar.