ἑξάγωνος: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑξάγωνος:''' шестиугольный (τὰ [[κηρία]] Arst.). | |elrutext='''ἑξάγωνος:''' [[шестиугольный]] (τὰ [[κηρία]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 20 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A hexagonal, Arist.Cael.306b7, HA554b25; δακτύλιος SIG2588.189: Math., ἀριθμός Nicom.Ar.2.11. II Astrol., in sextile aspect, Vett. Val.20.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάγωνος: -ον, ὁ ἔχων ἓξ γωνίας, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 23, 2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1hexagonal τὰ κηρία ref. a las celdillas de los panales de las abejas, Arist.HA 554b25, Gr.Naz.M.36.620A, (δακτύλιος) ID 442B.189 (II a.C.), κάτοπτρον D.S.26.18, ἡ βάσις ... ἑ. Hero Metr.2.3, φάσις Aristid.Quint.125.7
•subst. τὰ ἑ. celdillas hexagonales de las abejas, Origenes Cels.4.82.
2 arit. (ἀριθμοί) ἑξάγωνοι números hexagonales los que integran la serie 1, 6, 15, 28 ... obtenidos mediante la suma al resultado anterior de cuatro unidades más cada vez, Nicom.Ar.2.7, 11, Theo Sm.40
•geom., subst. τὸ ἑξάγωνον hexágono Arist.Cael.306b7, Euc.4.15, Archim.Fr.1, Aristarch.Sam.Hyp.7, Hero Metr.2.3, Hypsicl.Disp.1, PKöln 52.65 (III d.C.).
3 astrol. dispuesto en hexágono, que configura un aspecto sextil ἀστέρες Doroth.353.32, συσχηματισμοί Ptol.Tetr.1.14.3, ἑξάγωνοι ... πρὸς ἀλλήλους Venus y la Luna, Vett.Val.73.6, cf. Ptol.Tetr.3.5.8, δορυφορίαι Heph.Astr.1.17.3, de una de las fases del ciclo lunar, Gal.9.902
•subst. τὸ ἑ. aspecto sextil Ptol.Tetr.1.14.2, Heph.Astr.2.23.2.
II adv. -ως astrol. en aspecto sextil Heph.Astr.Epit.4.99.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι γωνίες («ἑξάγωνόν τι κάτοπτρον»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάγωνο
γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -γωνος < θ. γων.- της λ. γωνία (πρβλ. τρίγωνος, τετράγωνος κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἑξάγωνος: шестиугольный (τὰ κηρία Arst.).