δαφνιακός: Difference between revisions
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δαφνιᾰκός:''' лавровый: Δαφνιακοὶ βίβλοι Anth. «[[Лавровые книги]]» (название сборника стихотворений Агафия Схоластика, VI в. н. э.). | |elrutext='''δαφνιᾰκός:''' [[лавровый]]: Δαφνιακοὶ βίβλοι Anth. «[[Лавровые книги]]» (название сборника стихотворений Агафия Схоластика, VI в. н. э.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δάφνη]]<br />belonging to a [[laurel]], Anth. | |mdlsjtxt=[[δάφνη]]<br />belonging to a [[laurel]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A belonging to a bay: δ. βίβλοι, = δαφνιακά, a poem by Agathias, AP6.80.
German (Pape)
[Seite 525] lorbeerartig; τὰ Δαφνιακά, ein Buch Epigramme, Agath. 34 (VI, 80).
Greek (Liddell-Scott)
δαφνιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δάφνην, τὰ δαφνιακά, ποίημά τι τοῦ Ἀγαθίου, Ἀνθ. Π. 6. 88.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du laurier.
Étymologie: δάφνη.
Greek Monolingual
δαφνιακός, -ή, -όν (Μ)
φρ. δαφνιακά και «δαφνιακαὶ βίβλοι» — ονομασία ποιητικού βιβλίου του Αγαθίου.
Greek Monotonic
δαφνιακός: -ή, -όν (δάφνη), αυτός που ανήκει στο φυτό της δάφνης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δαφνιᾰκός: лавровый: Δαφνιακοὶ βίβλοι Anth. «Лавровые книги» (название сборника стихотворений Агафия Схоластика, VI в. н. э.).