δαφνιακός

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνιακός Medium diacritics: δαφνιακός Low diacritics: δαφνιακός Capitals: ΔΑΦΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: daphniakós Transliteration B: daphniakos Transliteration C: dafniakos Beta Code: dafniako/s

English (LSJ)

δαφνιακή, δαφνιακόν, belonging to a bay: δ. βίβλοι, = δαφνιακά, a poem by Agathias, AP6.80.

German (Pape)

[Seite 525] lorbeerartig; τὰ Δαφνιακά, ein Buch Epigramme, Agath. 34 (VI, 80).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du laurier.
Étymologie: δάφνη.

Russian (Dvoretsky)

δαφνιᾰκός: лавровый: Δαφνιακοὶ βίβλοι Anth. «Лавровые книги» (название сборника стихотворений Агафия Схоластика, VI в. н. э.).

Greek (Liddell-Scott)

δαφνιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς δάφνην, τὰ δαφνιακά, ποίημά τι τοῦ Ἀγαθίου, Ἀνθ. Π. 6. 88.

Greek Monolingual

δαφνιακός, -ή, -όν (Μ)
φρ. δαφνιακά και «δαφνιακαὶ βίβλοι» — ονομασία ποιητικού βιβλίου του Αγαθίου.

Greek Monotonic

δαφνιακός: -ή, -όν (δάφνη), αυτός που ανήκει στο φυτό της δάφνης, σε Ανθ.

Middle Liddell

δάφνη
belonging to a laurel, Anth.