ὁμοιωτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoiotikos | |Transliteration C=omoiotikos | ||
|Beta Code=o(moiwtiko/s | |Beta Code=o(moiwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[assimilative]], <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[assimilative]], <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[by means of resemblance]], [[on the basis of analogy]], μετάβασις <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>11.250</span> : Subst., <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. [[τέχνη]]) [[the art of likening]] or [[copying]], <span class="bibl">Poll.7.126</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>3.40</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Pythag. [[epithet]] of odd numbers and square numbers (cf. ὅμοιος A. 111.2), <span class="title">Theol.Ar.</span>57.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A assimilative, Gal.Nat.Fac.1.12. 2 by means of resemblance, on the basis of analogy, μετάβασις S.E.M.11.250 : Subst., ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of likening or copying, Poll.7.126. Adv. -κῶς S.E.M.3.40, etc. 3 Pythag. epithet of odd numbers and square numbers (cf. ὅμοιος A. 111.2), Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 337] zum Aehnlichmachen, Abbilden gehörig, geschickt, Sp. Bei Poll. 7, 126 τέχνη ζώων ὁμοιωτική. – Auch adv., Sext. Emp. adv. geom. 40.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ὁμοιοῦν, εἰς τὴν ὁμοίωσιν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 250· οὐσιαστ., ἡ ὁμοιωτική (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ποιεῖν τι ὅμοιον πρὸς ἕτερον ἢ ἀντιγράφειν τι, Πολυδ. Ζ΄, 126. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 40, κτλ.
Greek Monolingual
ὁμοιωτικός, -ή, -όν (Α) ομοιώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιότητα ή στην ομοίωση
2. αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος
3. αυτός που κατασκευάζει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ζωγράφος ή αγαλματοποιός
4. αλληγορικός
5. μαθημ. ονομασία τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε αντιδιαστολή με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁμοιωτική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της κατασκευής ομοίων, η τέχνη της αντιγραφής.
επίρρ...
ὁμοιωτικῶς (Α)
με ομοιωτικό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιωτικός: делающий похожим, уподобляющий (μετάβασις Sext.).