πτερυγώδης: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pterygodis | |Transliteration C=pterygodis | ||
|Beta Code=pterugw/dhs | |Beta Code=pterugw/dhs | ||
|Definition=ες,= [[πτερυγοειδής]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.7</span>; <b class="b3">ὦτα π</b>., of elephants, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.13</span>. <span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ π</b>. | |Definition=ες,= [[πτερυγοειδής]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.7</span>; <b class="b3">ὦτα π</b>., of elephants, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.13</span>. <span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ π</b>. [[emaciated persons whose shoulder-blades stick out like wings]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.14</span>, <span class="bibl">6.3.10</span>, cf. Gal.1.623, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:28, 20 August 2022
English (LSJ)
ες,= πτερυγοειδής, Thphr.HP3.12.7; ὦτα π., of elephants, Aret.SD2.13. 2 οἱ π. emaciated persons whose shoulder-blades stick out like wings, Hp.Epid.3.14, 6.3.10, cf. Gal.1.623, etc.
German (Pape)
[Seite 809] ες, zsgzgn statt πτερυγοειδής, Sp. – Bei den Medic. sind οἱ πτερυγώδει ς Leute mit flügelartig vorstehenden Schulterblättern ohne Fleisch.
Greek (Liddell-Scott)
πτερῠγώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ πτερυγοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7· ὦτα πτ., ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. 2) οἱ πτερυγώδεις, ἄνθρωποι κάτισχνοι, ὧν αἱ ὠμοπλάται ἐξέχουσιν ὡς πτερύγια, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, πρβλ. 1175Β· «ὅταν δὲ καὶ τὰ κατ’ ὠμοπλάτας αὐτοῖς ἄσαρκα τελέως ᾖ, καὶ γυμνὰ καὶ προπετῆ δίκην πτερύγων, ὀνομάζονται μὲν αἱ τοιαῦται φύσεις ὑπὸ τῶν ἰατρῶν πτερυγώδεις» Γαλην. 2. 76, 25, ἔκδ. Bas.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πτέρυξ, -υγος]
1. αυτός που μοιάζει με φτερούγα («ὦτα πτερυγώδη» — τα αφτιά του ελέφαντα, Αρετ. Χρον. Παθ.)
2. ισχνός άνθρωπος του οποίου οι ωμοπλάτες εξέχουν σαν φτερούγες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτερυγώδης -ες [πτέρυξ] vleugelvormig.