λοξοτρόχις: Difference between revisions
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loksotrochis | |Transliteration C=loksotrochis | ||
|Beta Code=locotro/xis | |Beta Code=locotro/xis | ||
|Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[oblique-running]], of Lycophron's Cassandra, <span class="title">AP</span>9.191; cf. λοξός 3.</span> | |Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[oblique-running]], of Lycophron's Cassandra, <span class="title">AP</span>9.191; cf. [[λοξός]] 3.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:40, 21 August 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A oblique-running, of Lycophron's Cassandra, AP9.191; cf. λοξός 3.
Greek (Liddell-Scott)
λοξοτρόχις: -ιδος, ἡ, ἡ λοξῶς, πλαγίως τρέχουσα ἐπὶ τῆς «Κασσάνδρας» (τοῦ ποιήματος) τοῦ Λυκόφρονος, Ἀνθ. Π. 9. 191· πρβλ. Λοξίας.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
à la course tortueuse, càd aux paroles équivoques ou obscures.
Étymologie: λοξός, τρέχω.
Greek Monolingual
λοξοτρόχις, -ιδος, ἡ (Α)
(για το ποίημα Κασσάνδρα του Λυκόφρονος) αυτή που τρέχει πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + τρόχις «δρομέας»].
Greek Monotonic
λοξοτρόχις: ἡ (τρέχω), αυτή που τρέχει λοξά, που τρέχει πλάγια (λέγεται για την ηρωίδα Κασσάνδρα του ομώνυμου ποιήματος του Λυκόφρονα), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λοξοτρόχις: ῐδος adj. идущий кривыми путями, т. е. вещающий туманно и неясно (ἄγγελος, sc. Κασσάνδρα Anth.).