λαώδης: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />populaire.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />populaire.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:00, 21 August 2022
English (LSJ)
ες, (λαός) A popular, Ph.1.80, Plu.Crass.3.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱώδης: -ες, (εἶδος) τοῦ λαοῦ, λαϊκή, Λατ. popularis, Πλουτ. Κράσσ. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
populaire.
Étymologie: λαός, -ωδης.
Greek Monolingual
λαώδης, -ῶδες (Α) λαός
λαϊκός, του λαού, δημοτικός («ἡ μὲν κλῆσις ἦν ὡς τὰ πολλὰ δημοτικὴ καὶ λαώδης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
λᾱώδης: -ες (εἶδος), λαϊκός, δημώδης, κοινός, Λατ. popularis, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱώδης: (все)народный (ἡ κλῆσις ἐν τοῖς δείπνοις Plut.).