οἰκουρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikourikos
|Transliteration C=oikourikos
|Beta Code=oi)kouriko/s
|Beta Code=oi)kouriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclined to keep at home]] : <b class="b3">τὸ-κόν</b>, = [[οἰκουρία]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Fug.</span>16</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclined to keep at home]]: <b class="b3">τὸ-κόν</b>, = [[οἰκουρία]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Fug.</span>16</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:14, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρικός Medium diacritics: οἰκουρικός Low diacritics: οικουρικός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: oikourikós Transliteration B: oikourikos Transliteration C: oikourikos Beta Code: oi)kouriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to keep at home: τὸ-κόν, = οἰκουρία, Luc. Fug.16.

German (Pape)

[Seite 303] ή, όν, das Haus zu bewachen geneigt, still zu Hause bleibend, Sp.; – τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Luc. Fugit. 16.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν εἰς τὸ νὰ μένῃ κατ’ οἶκον· - τὸ οἰκουρικόν, = οἰκουρία, Λουκ. Δραπέτ. 16. - Ἐπίρρ. οἰκουρικῶς, κατὰ τρόπον οἰκουρικόν, Εὐσταθ. Πονημάτ. ἔκδ. Taf. σελ. 288. 47.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
casanier, sédentaire.
Étymologie: οἰκουρός.

Greek Monolingual

οἰκουρικός, -ή, -όν (Α) οικουρός
1. αυτός που συνηθίζει να μένει στο σπίτι
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί στο σπίτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκουρικόν
η διαμονή στο σπίτι.
επίρρ...
οἰκουρικῶς (Μ)
με οικουρικό τρόπο.

Greek Monotonic

οἰκουρικός: -ή, -όν (οἰκουρέω), αυτός που έχει την τάση να παραμένει συνεχώς στο σπίτι· τὸ -κόν = οἰκουρία, σε Λουκ.

Middle Liddell

οἰκουρικός, ή, όν οἰκουρέω
inclined to keep at home: — τὸ -κόν, = οἰκουρία, Luc.