нагромождать: Difference between revisions
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
(4) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐποικοδομέω]], [[προπαραβάλλομαι]], [[ἐκσωρεύω]], [[ἐπινέω]], [[προσεπιχώννυμι]], [[περισάττω]], [[σωρεύω]], [[νέω]], [[περινέω]], [[περινηέω]], [[ἀνασωρεύω]], [[προσνέω]], [[στοιβάζω]], [[συννέω]], [[συννήω]], [[κατανέω]], [[παρανηνέω]], [[ἐπιπαρανέω]], [[κορθύνω]], [[προχόω]], [[ἐνσωρεύω]], [[συσσωρεύω]], [[ἐπισωρεύω]], [[ἐπιφορέω]], [[ἐπικυλινδέω]], [[ἐπικυλίω]], [[ἐπαγείρω]], [[συγκομίζω]], [[ἐγκαταλέγω]], [[θημολογέω]], [[θινολογέω]], [[προσσωρεύω]], [[ἀολλίζω]] | |rueltext=[[ἐποικοδομέω]], [[προπαραβάλλομαι]], [[ἐκσωρεύω]], [[ἐπινέω]], [[προσεπιχώννυμι]], [[περισάττω]], [[σωρεύω]], [[νέω]], [[περινέω]], [[περινηέω]], [[ἀνασωρεύω]], [[προσνέω]], [[στοιβάζω]], [[συννέω]], [[συννήω]], [[κατανέω]], [[παρανηνέω]], [[ἐπιπαρανέω]], [[κορθύνω]], [[προχόω]], [[ἐνσωρεύω]], [[συσσωρεύω]], [[ἐπισωρεύω]], [[ἐπιφορέω]], [[ἐπικυλινδέω]], [[ἐπικυλίω]], [[ἐπαγείρω]], [[συγκομίζω]], [[ἐγκαταλέγω]], [[θημολογέω]], [[θινολογέω]], [[προσσωρεύω]], [[ἀολλίζω]], [[παραφοροῦμαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 23 August 2022
Russian > Greek
ἐποικοδομέω, προπαραβάλλομαι, ἐκσωρεύω, ἐπινέω, προσεπιχώννυμι, περισάττω, σωρεύω, νέω, περινέω, περινηέω, ἀνασωρεύω, προσνέω, στοιβάζω, συννέω, συννήω, κατανέω, παρανηνέω, ἐπιπαρανέω, κορθύνω, προχόω, ἐνσωρεύω, συσσωρεύω, ἐπισωρεύω, ἐπιφορέω, ἐπικυλινδέω, ἐπικυλίω, ἐπαγείρω, συγκομίζω, ἐγκαταλέγω, θημολογέω, θινολογέω, προσσωρεύω, ἀολλίζω, παραφοροῦμαι