ἀολλίζω
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
English (LSJ)
A gather together, ἀόλλισσαν κατὰ ἄστυ γεραιάς Il.6.287; ἀολλίσσασα γεραιάς ib.270; ἀ. τὸν ὄχλον Pherecyd.11 J.:—Pass., come together, assemble, πάντες ἀολλίσθησαν' Ἀχαιοί Il.19.54; πρίν περ ὅμιλον ἀολλισθήμεναι 15.588; νῆσοι ἀολλίζονται Call.Del.18.
2 later of things, gather together, heap up, ὄλβον AP9.649 (Maced.); Βάκχον ib.772 (Phoc.).
Spanish (DGE)
1 act. reunir c. compl. dir. de pers. o colect. γεραιάς Il.6.270, 287, τὸν ὄχλον Pherecyd.11, φάλαγγας B.15.42, ἑτάρους A.R.1.863, λαόν Nonn.D.17.94
•c. compl. dir. de cosa ὄλβον AP 9.649 (Maced.), βάκχον ... τὸν περιλειπόμενον el vino restante, AP 9.772 (Phocas).
2 en v. med.-pas. reunirse ἐπεὶ δὴ πάντες ἀολλίσθησαν Ἀχαιοί Il.19.54, cf. 15.588, ὁππότ' ἐς Ὠκεανόν τε καὶ ἐς Τιτηνίδα Τηθὺν νῆσον ἀολλίζονται Call.Del.18, Τελχῖνες ... ἀολλίζοντο Nonn.D.14.37.
German (Pape)
[Seite 272] versammeln, Hom. von Menschen, Il. 6, 279. 287. 15, 588. 19, 54; – Maced. ep. 31 (IX, 649) ὄλβον; βάκχον περιλειπόμενον Phoc. ep. (IX, 782).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao.
rassembler, presser ; Pass. se rassembler.
Étymologie: ἀολλής.
Russian (Dvoretsky)
ἀολλίζω:
1 собирать вместе (κατὰ ἄστυ γεραίας Hom.); pass. собираться вместе, толпиться (πάντες ἀολλίσθησαν Ἀχαιοί Hom.);
2 скапливать, нагромождать (ὄλβον χαλκῷ, βάκχον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀολλίζω: μέλλ. -ίσω, ἀθροίζω εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, συναθροίζω, ταὶ δ’ ἄρ’ ἀόλλισσαν κατὰ ἄστυ γεραιὰς Ἰλ. Ζ. 287· ἀολλίσσασα γεραιὰς αὐτόθι 270: ― Παθ. συνέρχομαι ἐπὶ τὸ αὐτό, συναθροίζομαι, πάντες ἀολλίσθησαν Ἀχαιοὶ Ἰλ. Τ. 54· πρὶν περ ὅμιλον ἀολλισθήμεναι Ο. 588· νῆσοι ἀολλίζονται Καλλίμ. εἰς Δῆλον 18. 2) μεταγεν. ἐπὶ πραγμάτων, συναθροίζω, συσσωρεύω, ὄλβον Ἀνθ. Π. 9. 649· Βάκχον αὐτόθι 772.
English (Autenrieth)
aor. ἀόλλισαν, part. ἀολλίσσᾶσα, pass. ἀολλίσθησαν, -θήμεναι: bring together, assemble, Il. 6.270, Il. 15.588. (Il.)
Greek Monolingual
ἀολλίζω (Α) αολλής
1. συναθροίζω
2. (για πράγματα) συγκεντρώνω, συσσωρεύω.
Greek Monotonic
ἀολλίζω: μέλ. -ίσω· Επικ. αόρ. αʹ ἀόλισσα — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ ἀολλισθήμεναι· (ἀολλής)·
I. συγκεντρώνω στο ίδιο μέρος, συναθροίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., συνέρχομαι στον ίδιο τόπο από κοινού, συγκεντρώνομαι, στο ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, συναθροίζω, συσσωρεύω, επισωρεύω, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀολλής
I. to gather together, Il.:—Pass. to come together, assemble, Il
II. of things, to gather together, heap up, Anth.