ἀκρώρεια: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκρώρεια:''' ἡ вершина горы Xen., Theocr., Polyb., Plut. | |elrutext='''ἀκρώρεια:''' ἡ [[вершина горы]] Xen., Theocr., Polyb., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (ὄρος) A mountain ridge, X.HG7.2.10, Theoc.25.31, Hp.Ep.10, Timae.94, Plb.24.6.5.
German (Pape)
[Seite 85] ἡ, Bergspitze, Xen. Hell. 7, 2, 10; Theocr. 25, 31; Sp., wie Pol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρώρεια: ἡ, (ὄρος) ἡ ἄκρα, ἤτοι ἡ ῥάχις ἢ ἡ κορυφὴ ὄρους, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 10, Θεόκρ.25. 31, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sommet d’une montagne.
Étymologie: ἄκρος, ὄρος.
Greek Monolingual
η (Α ἀκρώρεια)
άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού
(AM) το άκρον άωτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται].
Greek Monotonic
ἀκρώρεια: ἡ (ὄρος), βουνοκορφή, σε Ξεν., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρώρεια: ἡ вершина горы Xen., Theocr., Polyb., Plut.
Middle Liddell
ὄρος
a mountain-ridge, Xen., Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκρώρεια -ας, Ion. ἀκρωρείη -ης, ἡ ἄκρος, ὄρος bergtop; ook als naam van een bergtop in Sicyon.