περιωδυνία: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιωδῠνία:''' ἡ острая боль, мучительное страдание Plat., Arst., Plut., Anth.
|elrutext='''περιωδῠνία:''' ἡ [[острая боль]], [[мучительное страдание]] Plat., Arst., Plut., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περιωδῠνία, ἡ,<br />[[excessive]] [[pain]], Plat. [from περιώδῠνος]
|mdlsjtxt=περιωδῠνία, ἡ,<br />[[excessive]] [[pain]], Plat. [from περιώδῠνος]
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιωδῠνία Medium diacritics: περιωδυνία Low diacritics: περιωδυνία Capitals: ΠΕΡΙΩΔΥΝΙΑ
Transliteration A: periōdynía Transliteration B: periōdynia Transliteration C: periodynia Beta Code: periwduni/a

English (LSJ)

ἡ, A excessive pain, Pl.R.583d; opp. περιχάρεια, Id.Lg. 732c; of headache, Hp.Aff.2: in plural, αἱ ἀπὸ τῶν φρενῶν π. Id.Acut. (Sp.) 34; ἥπατος π. ib.4; οἱ θάνατοι καὶ π. Arist.Po.1452b12.

German (Pape)

[Seite 601] ἡ, großer, übermäßiger Schmerz; Hippocr.; Ggstz περιχάρεια, Plat. Legg. V, 732 c; Sp., wie Plut.; ἐκ περιωδυνίας, Lucill. 103 (XI, 264).

Greek (Liddell-Scott)

περιωδῠνία: ἡ, ὑπερβολικὴ ὀδύνη, ἀντίθετ. τῷ περιχάρεια, Πλάτ. Πολ. 583D, Νόμ. 732C· ἐπὶ κεφαλαλγίας, Ἱππ. 516. 38· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 407. 23· οἱ θάνατοι καὶ π. Ἀριστ. Ποιητ. 11, 10 τῶν φρενῶν Ἱππ. 396. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vive douleur.
Étymologie: περιώδυνος.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιώδυνος
μεγάλη οδύνη, ισχυρότατος πόνος («τρώσεις... καὶ περιωδυνίαι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

περιωδῠνία: ἡ, υπερβολικός πόνος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιωδυνία -ας, ἡ, Ion. περιωδυνίη [περιώδυνος] van het lichaam hevige pijn. van de geest groot verdriet.

Russian (Dvoretsky)

περιωδῠνία:острая боль, мучительное страдание Plat., Arst., Plut., Anth.

Middle Liddell

περιωδῠνία, ἡ,
excessive pain, Plat. [from περιώδῠνος]