ἀντανακοπή: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντανακοπή:''' ἡ отражение, отскакивание (κυμάτων Arst.).
|elrutext='''ἀντανακοπή:''' ἡ [[отражение]], [[отскакивание]] (κυμάτων Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντανακοπή Medium diacritics: ἀντανακοπή Low diacritics: αντανακοπή Capitals: ΑΝΤΑΝΑΚΟΠΗ
Transliteration A: antanakopḗ Transliteration B: antanakopē Transliteration C: antanakopi Beta Code: a)ntanakoph/

English (LSJ)

ἡ, A recoil, κυμάτων Arist.Mu.396a19.

German (Pape)

[Seite 244], gegenseitiges Zurückschlagen, Zurück prallen, von Wellen, Arist. mund. 4, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανακοπή: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ἀνακοπή, ὑποστροφή, κυμάτων Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 33.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ retroceso κυμάτων Arist.Mu.396a19.

Greek Monolingual

η (Α ἀντανακοπή)
νεοελλ.
η ανακοπή την οποία ασκεί κάποιος εναντίον μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει εναντίον της
αρχ.
(για κύματα) η αναδίπλωση.

Russian (Dvoretsky)

ἀντανακοπή:отражение, отскакивание (κυμάτων Arst.).