λεπυρός: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, ον :<br />recouvert d’une enveloppe (peau, cosse, écale).<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
|btext=ά, ον :<br />recouvert d'une enveloppe (peau, cosse, écale).<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπυρός]], -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [[λέπυρον]]<br />(για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. [[λεπτό]] [[περίβλημα]], [[φλούδι]] («λεπυρὸς ἀθέρων [[στάχυς]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεπυρὴ [[γενέθλη]]» — [[γόνος]] [[μέσα]] σε [[κέλυφος]], σε [[τσόφλι]] («καθ' ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην», <b>Νίκ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπυρός]], -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [[λέπυρον]]<br />(για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. [[λεπτό]] [[περίβλημα]], [[φλούδι]] («λεπυρὸς ἀθέρων [[στάχυς]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεπυρὴ [[γενέθλη]]» — [[γόνος]] [[μέσα]] σε [[κέλυφος]], σε [[τσόφλι]] («καθ' ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην», <b>Νίκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:48, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῠρός Medium diacritics: λεπυρός Low diacritics: λεπυρός Capitals: ΛΕΠΥΡΟΣ
Transliteration A: lepyrós Transliteration B: lepyros Transliteration C: lepyros Beta Code: lepuro/s

English (LSJ)

ά, όν, A in a husk, peel, rind, γενέθλη Nic.Th.136; ἀθέρων στάχυς ib.803.

German (Pape)

[Seite 32] mit einer Hülfe, Schale versehen, στάχυς, Nic. Th. 803, γενέθλη, in einer Schale, einem Ei enthalten, ib. 136.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῠρός: -ά, -όν, ὁ ἐντὸς λεπύρου, κελύφους, φλοιοῦ, Νικ. Θηρ. 136. 803.

French (Bailly abrégé)

ά, ον :
recouvert d'une enveloppe (peau, cosse, écale).
Étymologie: λέπω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπυρός, -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) λέπυρον
(για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.)
αρχ.
φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» — γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ' ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην», Νίκ.).