οἰσύϊνος: Difference between revisions
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /> | |btext=η, ον :<br />d'osier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰσύα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:59, 23 August 2022
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, A of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256; ἀσπίδες Th.4.9; ὅπλα X.HG2.4.25; ῥάβδος AP6.246; κύρτος Opp.H.3.372.
Greek (Liddell-Scott)
οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'osier.
Étymologie: οἰσύα.
Greek Monolingual
οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].
Greek Monotonic
οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
οἰσύϊνος: ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; ὅπλα Xen.).