πολύκερως: Difference between revisions
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre | |btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ω, <i>dat.</i> ῳ, <i>acc.</i> ων;<br />de beaucoup de cornes : [[πολύκερως]] [[φόνος]] SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κέρας]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:10, 23 August 2022
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, many-horned, π. φόνος the slaughter of many horned cattle, S. Aj. 55.
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνος ὁ φόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει πολλά κέρατα
2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].
Greek Monotonic
πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά κέρατα, πολύκερως φόνος, σφαγέας πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.
Russian (Dvoretsky)
πολύκερως: 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. φόνος Soph. истребление множества рогатого скота.
Middle Liddell
πολύ-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,
many-horned, π. φόνος the slaughter of much horned cattle, Soph.