συνθεατής: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />spectateur avec d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[συνθεάομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />spectateur avec d'autres.<br />'''Étymologie:''' [[συνθεάομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεᾱτής Medium diacritics: συνθεατής Low diacritics: συνθεατής Capitals: ΣΥΝΘΕΑΤΗΣ
Transliteration A: syntheatḗs Transliteration B: syntheatēs Transliteration C: syntheatis Beta Code: sunqeath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A fellow-spectator, Pl.R.523a, La.179e: fem. συνθε-άτρια, Ar.Fr.472: but, fellow-actress, Procop.Arc.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνθεᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ καὶ αὐτὸς θεατὴν ὤν, ὁ καθήμενος ὁμοῦ μετά τινος ἐν τῷ θεάτρῳ καὶ θεώμενος, Πλάτ. Πολ. 523Α, Λάχ. 179Ε· ― θηλ. συνθεάτρια, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 399.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
spectateur avec d'autres.
Étymologie: συνθεάομαι.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθεατής, ό, θηλ. συνθεάτρια, Α συνθεῶμαι
1. αυτός που κάθεται και παρακολουθεί θέατρο μαζί με άλλον
2. το θηλ. (για ηθοποιούς, μίμους) συνάδελφος ηθοποιός.

Greek Monotonic

συνθεᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι επίσης θεατής, που κάθεται μαζί με κάποιον στο θέατρο και παρακολουθεί την παράσταση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συνθεᾱτής: οῦ ὁ вместе смотрящий Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θεᾱτής -οῦ, ὁ medetoeschouwer, medebeschouwer.

Middle Liddell

συν-θεᾱτής, οῦ, ὁ,
a fellow-spectator, Plat.

English (Woodhouse)

fellow-spectator

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)