πολυχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychaitis
|Transliteration C=polychaitis
|Beta Code=poluxai/ths
|Beta Code=poluxai/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with much hair]], <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>166</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, [[with much hair]], <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>166</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχαίτης Medium diacritics: πολυχαίτης Low diacritics: πολυχαίτης Capitals: ΠΟΛΥΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: polychaítēs Transliteration B: polychaitēs Transliteration C: polychaitis Beta Code: poluxai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, with much hair, Hdn.Epim.166.

German (Pape)

[Seite 676] ὁ, mit vielem Haare, Hdn. epimer. 166.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων πολλὴν χαίτην, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 166.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι
ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες
2. φρ. «υπόθεση πολυχαίτη»
(παλαιοντ.) θεωρία που υποστηρίζει ότι τα κωνόδοντα αποτελούν τμήμα του μασητικού μηχανισμού τών πολυχαίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. κυανο-χαίτης. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polychaetes].