περιαιρετός: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periairetos | |Transliteration C=periairetos | ||
|Beta Code=periaireto/s | |Beta Code=periaireto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[that may be taken off]], [[removable]], <b class="b3">ἅπαν [τὸ χρυσίον</b>] <span class="bibl">Th.2.13</span>; κόσμος <span class="bibl">Paus.1.25.7</span>; προσωπεῖον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pr.Im.</span>3</span>, cf. Plu.2.828b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.
German (Pape)
[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ περιαιρώ
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).
Greek Monotonic
περιαιρετός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιαιρετός: [adj. verb. к περιαιρέω могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος χρυσίον Thuc.; προσωπεῖον Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.
Middle Liddell
περιαιρετός, ή, όν
that may be taken off, Thuc.