προσαυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosavrizo
|Transliteration C=prosavrizo
|Beta Code=prosauri/zw
|Beta Code=prosauri/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[meet with]], νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ <span class="title">Trag.Adesp.</span>261 (ap.Hsch., who also has <b class="b3">προσαυρών· προστυχών</b>, and [[προσηύρετο]] (Phot. [[προσαύρετο]]) <b class="b3">· προσέτυχε, προσηγάγετο</b>).</span>
|Definition=[[meet with]], νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ <span class="title">Trag.Adesp.</span>261 (ap.Hsch., who also has <b class="b3">προσαυρών· προστυχών</b>, and [[προσηύρετο]] (Phot. [[προσαύρετο]]) <b class="b3">· προσέτυχε, προσηγάγετο</b>).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαυρίζω Medium diacritics: προσαυρίζω Low diacritics: προσαυρίζω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΡΙΖΩ
Transliteration A: prosaurízō Transliteration B: prosaurizō Transliteration C: prosavrizo Beta Code: prosauri/zw

English (LSJ)

meet with, νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ Trag.Adesp.261 (ap.Hsch., who also has προσαυρών· προστυχών, and προσηύρετο (Phot. προσαύρετο) · προσέτυχε, προσηγάγετο).

German (Pape)

[Seite 752] = προσαυράω, tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.

Greek (Liddell-Scott)

προσαυρίζω: «προσαυρίζουσα χερσαία τροχῇ (Τραγ. Ἀποσπ. 204)· ὑπὸ τῆς αὔρας ἡ νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ· δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ., ἴδε (Kaib.), Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 402. ― Ἔχει προσέτι ὁ Ἡσύχιος ἀόρ. «προσαυρών· προστυχών»· καὶ «προσηύρετο (Φώτ. προσαύρετο)· προσέτυχε, προσηγάγετο».

Greek Monolingual

Α
συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. -ίζω. Η σημ. της λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί την υγρασία].

Russian (Dvoretsky)

προσαυρίζω: достигать, доходить, касаться (τινί Aesch.).