προσφιλέω: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosfileo | |Transliteration C=prosfileo | ||
|Beta Code=prosfile/w | |Beta Code=prosfile/w | ||
|Definition= | |Definition=[[approach so as to kiss]], <b class="b3">οἱ προσφιλοῦντες</b> the [[kissers]], late phrase for <b class="b3">οἱ ἀμείβοντες</b> the [[rafters]], <span class="bibl">Eust.1327.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσφῐλέω''': [[πλησιάζω]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φαίνηται ὅτι φιλῶ, οἱ προσφιλοῦντες = οἱ [[ἀμείβοντες]], δοκοὶ μεγάλαι ἀλλήλαις προσπίπτουσαι, «ἀμείβοντας, οὓς ἡ τεχνικὴ χυδαία [[γλῶσσα]] προσφιλοῦντας φησίν» Εὐστ. 1327. 1· ἴδε [[ἀμείβω]] ΙΙ. | |lstext='''προσφῐλέω''': [[πλησιάζω]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φαίνηται ὅτι φιλῶ, οἱ προσφιλοῦντες = οἱ [[ἀμείβοντες]], δοκοὶ μεγάλαι ἀλλήλαις προσπίπτουσαι, «ἀμείβοντας, οὓς ἡ τεχνικὴ χυδαία [[γλῶσσα]] προσφιλοῦντας φησίν» Εὐστ. 1327. 1· ἴδε [[ἀμείβω]] ΙΙ. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 23 August 2022
English (LSJ)
approach so as to kiss, οἱ προσφιλοῦντες the kissers, late phrase for οἱ ἀμείβοντες the rafters, Eust.1327.1.
Greek (Liddell-Scott)
προσφῐλέω: πλησιάζω οὕτως ὥστε νὰ φαίνηται ὅτι φιλῶ, οἱ προσφιλοῦντες = οἱ ἀμείβοντες, δοκοὶ μεγάλαι ἀλλήλαις προσπίπτουσαι, «ἀμείβοντας, οὓς ἡ τεχνικὴ χυδαία γλῶσσα προσφιλοῦντας φησίν» Εὐστ. 1327. 1· ἴδε ἀμείβω ΙΙ.