προσφιλέω

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφιλέω Medium diacritics: προσφιλέω Low diacritics: προσφιλέω Capitals: ΠΡΟΣΦΙΛΕΩ
Transliteration A: prosphiléō Transliteration B: prosphileō Transliteration C: prosfileo Beta Code: prosfile/w

English (LSJ)

approach so as to kiss, οἱ προσφιλοῦντες the kissers, late phrase for οἱ ἀμείβοντες the rafters, Eust.1327.1.

Greek (Liddell-Scott)

προσφῐλέω: πλησιάζω οὕτως ὥστε νὰ φαίνηται ὅτι φιλῶ, οἱ προσφιλοῦντες = οἱ ἀμείβοντες, δοκοὶ μεγάλαι ἀλλήλαις προσπίπτουσαι, «ἀμείβοντας, οὓς ἡ τεχνικὴ χυδαία γλῶσσα προσφιλοῦντας φησίν» Εὐστ. 1327. 1· ἴδε ἀμείβω ΙΙ.