σιδηροβρώς: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirovros
|Transliteration C=sidirovros
|Beta Code=sidhrobrw/s
|Beta Code=sidhrobrw/s
|Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[iron-eating]], θηγάνη <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>820</span>; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.</span>
|Definition=ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) [[iron-eating]], θηγάνη <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>820</span>; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβρώς Medium diacritics: σιδηροβρώς Low diacritics: σιδηροβρώς Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: sidērobrṓs Transliteration B: sidērobrōs Transliteration C: sidirovros Beta Code: sidhrobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.

German (Pape)

[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, -ώτιδος, Α
1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο
2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Greek Monotonic

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροβρώς: ῶτος adj. съедающий, т. е. оттачивающий железо (θηγάνη Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροβρώς -ῶτος [σίδηρος, βιβρώσκω] ijzervretend (slijpsteen). Soph. Ai. 820.

Middle Liddell

σῐδηρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, βιβρώσκω
iron-eating, Soph.