φαρύγγεθρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faryggethron
|Transliteration C=faryggethron
|Beta Code=faru/ggeqron
|Beta Code=faru/ggeqron
|Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[φάρυγξ]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Anat.</span>1</span>, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>62</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span> 1.7</span>:—φαρύγεθρον <span class="bibl">Poll.2.207</span> (with [[varia lectio|v.l.]] [[-ετρον]] ib.<span class="bibl">99</span>); φαρύγαθρον Hsch.</span>
|Definition=τό, = [[φάρυγξ]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Anat.</span>1</span>, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>62</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span> 1.7</span>:—φαρύγεθρον <span class="bibl">Poll.2.207</span> (with [[varia lectio|v.l.]] [[-ετρον]] ib.<span class="bibl">99</span>); φαρύγαθρον Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰρύγγεθρον Medium diacritics: φαρύγγεθρον Low diacritics: φαρύγγεθρον Capitals: ΦΑΡΥΓΓΕΘΡΟΝ
Transliteration A: pharýngethron Transliteration B: pharyngethron Transliteration C: faryggethron Beta Code: faru/ggeqron

English (LSJ)

τό, = φάρυγξ, Hp.Anat.1, Ruf.Onom.62, Aret.SA 1.7:—φαρύγεθρον Poll.2.207 (with v.l. -ετρον ib.99); φαρύγαθρον Hsch.

German (Pape)

[Seite 1257] τό, = Folgdm, Poll. 2, 99. 207.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰρύγγεθρον: ἢ φᾰρύγεθρον, τό, = φάρυγξ, Ἱππ. 915Η, Ροῦφ.· ― φαρύγετρον παρὰ Πολυδ. Β΄, 99, καὶ διάφορ. γραφὴ αὐτόθι 207. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαρύγεθρον. ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».

Greek Monolingual

και φαρύγεθρον και φαρύγετρον και φαρύγαθρον, τὸ, Α
1. φάρυγγας
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρύγεθρον
ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, -υγος / -υγγος (για τις μορφές του θ. βλ. λ. φάρυγγας) + επίθημα -ε-θρον (πρβλ. σκανδάλη-θρον). Η μορφή -ε-θρον του επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός σχηματισμός προς τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. ὄλ-ε-θρος)].