φαλάκρα: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(6_11) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=falakra | |Transliteration C=falakra | ||
|Beta Code=fala/kra | |Beta Code=fala/kra | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[bald bare hill]], St.Byz.:—hence freq. as a placename. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλάκρα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[φαλακρότης]], Φαλάκρας [[ἐγκώμιον]], [[πραγματεία]] τις τοῦ Συνεσίου (72Α) [[οὕτως]] ἐπιγραφομένη. ΙΙ. [[ἄδενδρος]] γυμνὴ [[ἄκρα]] ὄρους «Φαλάκραι, [[ἄκρα]] τῆς Ἴδης, ἥτις οὐκ ἔχει ζῶν φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον, ἀλλ’ ἐψίλωται· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγοντο φαλάκραι» Στέφ. Βυζ. | |lstext='''φᾰλάκρα''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[φαλακρότης]], Φαλάκρας [[ἐγκώμιον]], [[πραγματεία]] τις τοῦ Συνεσίου (72Α) [[οὕτως]] ἐπιγραφομένη. ΙΙ. [[ἄδενδρος]] γυμνὴ [[ἄκρα]] ὄρους «Φαλάκραι, [[ἄκρα]] τῆς Ἴδης, ἥτις οὐκ ἔχει ζῶν φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον, ἀλλ’ ἐψίλωται· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγοντο φαλάκραι» Στέφ. Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φαράκλα]] Ν<br />η μερική ή ολική [[έλλειψη]] μαλλιών της κεφαλής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> το [[γυμνό]] από [[τρίχες]] [[μέρος]] του κρανίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />άδενδρη, γυμνή [[άκρη]] όρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «Φαλάκρας [[ἐγκώμιον]]» — [[τίτλος]] πραγματείας του Συνεσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φαλακρά</i>, θηλ. του επιθ. [[φαλακρός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:35, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, bald bare hill, St.Byz.:—hence freq. as a placename.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, die Kahlheit, der kahle Kopf, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλάκρα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φαλακρότης, Φαλάκρας ἐγκώμιον, πραγματεία τις τοῦ Συνεσίου (72Α) οὕτως ἐπιγραφομένη. ΙΙ. ἄδενδρος γυμνὴ ἄκρα ὄρους «Φαλάκραι, ἄκρα τῆς Ἴδης, ἥτις οὐκ ἔχει ζῶν φυτὸν διὰ τὴν χιόνα καὶ τὸν κρύσταλλον, ἀλλ’ ἐψίλωται· καὶ πάντα δὲ τὰ ἐψιλωμένα ὄρη ἐλέγοντο φαλάκραι» Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και φαράκλα Ν
η μερική ή ολική έλλειψη μαλλιών της κεφαλής
νεοελλ.
συνεκδ. το γυμνό από τρίχες μέρος του κρανίου
μσν.-αρχ.
άδενδρη, γυμνή άκρη όρους
αρχ.
φρ. «Φαλάκρας ἐγκώμιον» — τίτλος πραγματείας του Συνεσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρά, θηλ. του επιθ. φαλακρός, με αναβιβασμό του τόνου].