δασμολόγος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dasmologos | |Transliteration C=dasmologos | ||
|Beta Code=dasmolo/gos | |Beta Code=dasmolo/gos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[exactor of tribute]], βίαιος καὶ δ. <span class="bibl">Str.10.4.8</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, exactor of tribute, βίαιος καὶ δ. Str.10.4.8.
German (Pape)
[Seite 523] ὁ, Tributeinnehmer, VLL., Strab. X p. 476.
Greek (Liddell-Scott)
δασμολόγος: ὁ, ὁ συλλέγων φόρους, εἰσπράκτωρ, Στράβων 476.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur des contributions.
Étymologie: δασμός, λέγω².
Spanish (DGE)
-ου
que recauda tributos, recaudador Μίνως ... βίαιος καὶ δ. Str.10.4.8, cf. Them.Or.8.115a, Procop.Aed.6.2.21, Hsch., Sud.
•ὁ δ. como subst., entre los judíos publicano συνετέλεσε μὲν τοῖς ... δασμολόγοις ... τὸ δίδραχμον Cyr.Al.Luc.1.163.22, cf. M.69.409D.
Greek Monolingual
ο (Α δασμολόγος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με τους δασμούς, ο έμπειρος στα δασμολογικά θέματα
αρχ.
ο εισπράκτορας τών φόρων.
Greek Monotonic
δασμολόγος: ὁ (λέγω), φοροεισπράκτορας, φοροσυλλέκτης, σε Στράβ.