διακοσμητικός: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diakosmitikos
|Transliteration C=diakosmitikos
|Beta Code=diakosmhtiko/s
|Beta Code=diakosmhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[regulative]], δύναμις <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>10.6</span>.</span>
|Definition=ή, όν, [[regulative]], δύναμις <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>10.6</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:21, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακοσμητικός Medium diacritics: διακοσμητικός Low diacritics: διακοσμητικός Capitals: ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diakosmētikós Transliteration B: diakosmētikos Transliteration C: diakosmitikos Beta Code: diakosmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, regulative, δύναμις Iamb.Myst.10.6.

German (Pape)

[Seite 583] anordnend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

διακοσμητικός: -ή, -όν, ῥυθμιστικός, ὁ εἰς τακτοποίησιν κατάλληλος, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 117.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
ordenador, regulador ἡ δ. τῶν ὅλων (δύναμις) Iambl.Myst.10.6, νοῦς Procl.in Ti.1.34.25, αἴτια Simp.in Ph.287.15.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διακοσμητικός, -ή, -όν) διακοσμώ
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος στη διακόσμηση
νεοελλ.
1. ασήμαντος, επουσιώδης («διακοσμητικό πρόσωπο» — άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα ή χωρίς πραγματική εξουσία)
2. φρ. «διακοσμητικά φυτά» — καλλωπιστικά φυτά
3. το θηλ. ως ουσ. η διακοσμητική
α) η διακόσμηση
β) το σύνολο τών τεχνών και ειδικοτήτων που σχετίζονται με τη διακόσμηση
γ) ο ρυθμός της διακόσμησης
αρχ.
αυτός που συντελεί στη διαρρύθμιση.