καρτερόχειρ: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karterocheir | |Transliteration C=karterocheir | ||
|Beta Code=kartero/xeir | |Beta Code=kartero/xeir | ||
|Definition=[[καρτερόχειρος]], [[ὁ]], ἡ, | |Definition=[[καρτερόχειρος]], [[ὁ]], ἡ, [[strong-handed]], Ἄρης <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>8.3</span>; βασιλεύς <span class="title">AP</span>9.210.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:40, 24 August 2022
English (LSJ)
καρτερόχειρος, ὁ, ἡ, strong-handed, Ἄρης h.Hom.8.3; βασιλεύς AP9.210.4.
German (Pape)
[Seite 1331] ειρος, starkhändig, mit starker Hand, muthig angreifend; Ares H. h. 7, 3; βασιλεύς Ep. ad. 590 (IX, 210).
Greek (Liddell-Scott)
καρτερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν χεῖρα, Ἄρης Ὁμ. Ὑμν. 7. 3· βασιλεὺς Ἀνθ. Π. 9. 210.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
aux fortes mains, aux mains puissantes.
Étymologie: καρτερός, χείρ.
Greek Monolingual
καρτερόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτὸς που έχει δυνατά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + χείρ.
Greek Monotonic
καρτερόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δυνατά χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
καρτερόχειρ: χειρος adj. с сильной рукой (Ἄρης Hom.; βασιλεύς Anth.).
Middle Liddell
καρτερό-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,
strong-handed, Hhymn.