κλιματίας: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klimatias | |Transliteration C=klimatias | ||
|Beta Code=klimati/as | |Beta Code=klimati/as | ||
|Definition=(sc. [[σεισμός]]), ὁ, | |Definition=(sc. [[σεισμός]]), ὁ, = [[ἐπικλίντης]], <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>38</span>, Amm. Marc.<span class="bibl">17.7</span>; prob.l. for [[καυματίας]], Posidon. ap. <span class="bibl">D.L.7.154</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:50, 24 August 2022
English (LSJ)
(sc. σεισμός), ὁ, = ἐπικλίντης, Heraclit.All.38, Amm. Marc.17.7; prob.l. for καυματίας, Posidon. ap. D.L.7.154.
German (Pape)
[Seite 1453] ὁ, σεισμός, eine Art Erderschütterung. Sp.; bei Heracl. Alleg. 38 steht κληματίας, falsch.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰτίας: (δηλ. σεισμός), ὁ, = ἐπικλίντης, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38, Ἀμμων. Μάρκελλ. 17. 7· ἐπανορθωτέον ἐν Διογ. Λ. 7. 154, ἀντὶ καυματίας.
Greek Monolingual
κλιματίας, ὁ (Α)
(ενν. σεισμός) ο επικλίντης, δηλ. ο σεισμός που δονεί τη γη κατά οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. αινιγματίας, τραυματίας)].