κρυσταλλοφανής: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krystallofanis | |Transliteration C=krystallofanis | ||
|Beta Code=krustallofanh/s | |Beta Code=krustallofanh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[of the look]] or [[transparency of crystal]]: [[κρυσταλλοφανῆ]], [[τά]], [[glass ware]], <span class="bibl">Str.16.2.25</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:25, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, of the look or transparency of crystal: κρυσταλλοφανῆ, τά, glass ware, Str.16.2.25.
German (Pape)
[Seite 1516] ές, von dem Scheine, der Durchsichtigkeit des Krystalls, Strab. XVI, 758.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλοφᾰνής: -ές, φαινόμενος ἢ διαφανὴς ὡς κρύσταλλος· ― κρυσταλλοφανῆ, τά, σκεύη ὑάλινα, Στράβ. 758.
Greek Monolingual
-ές (Α κρυσταλλοφανής, -ές)
αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ
κρυστάλλινα ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. αληθοφανής, σοβαροφανής].