λινουλκός: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=linoulkos | |Transliteration C=linoulkos | ||
|Beta Code=linoulko/s | |Beta Code=linoulko/s | ||
|Definition=όν, (ἕλκω) | |Definition=όν, (ἕλκω) [[of spun flax]], [[χλαῖνα]] Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 03:10, 24 August 2022
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) of spun flax, χλαῖνα Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνουλκός: -όν, (ἕλκω) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, χλαῖνα Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· ἔνθα ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = λινόκλωστος.
Greek Monolingual
λινουλκός, -όν (Α)
κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, τοξουλκός].