λοφοποιός: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lofopoios | |Transliteration C=lofopoios | ||
|Beta Code=lofopoio/s | |Beta Code=lofopoio/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[crest-maker]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 545</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 03:25, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, crest-maker, Ar.Pax 545.
Greek (Liddell-Scott)
λοφοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων λόφους περικεφαλαιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 645, 1209.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de panaches.
Étymologie: λόφος, ποιέω.
Greek Monolingual
λοφοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκεύαζε λοφία για περικεφαλαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + -ποιός (< ποιώ)].
Greek Monotonic
λοφοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, κατασκευαστής λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λοφοποιός: ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.