νεοσπάς: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neospas | |Transliteration C=neospas | ||
|Beta Code=neospa/s | |Beta Code=neospa/s | ||
|Definition=άδος, ὁ, ἡ, | |Definition=άδος, ὁ, ἡ, [[newly torn away]], [[fresh-plucked]], θαλλοί <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1201</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>502</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 05:05, 24 August 2022
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, newly torn away, fresh-plucked, θαλλοί S.Ant.1201, cf. Fr.502.
German (Pape)
[Seite 244] άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ νεωστὶ ἀποσπασθείς, ἀποκοπείς, θαλλὸς Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀποσπ. 445·Ϗ πρβλ. ἀποσπάς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
nouvellement arraché (rameau).
Étymologie: νέος, σπάω.
Greek Monolingual
νεοσπάς, ό και ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σπάς (< θ. σπαδ- του σπάω), πρβλ. οδυνο-σπάς].
Greek Monotonic
νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, αυτός που μόλις ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεοσπάς: άδος adj. свежесорванный (θαλλοί Soph.).
Middle Liddell
νεοσ-πάς, άδος,
fresh-plucked, Soph.