νυκτερήσιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nykterisios | |Transliteration C=nykterisios | ||
|Beta Code=nukterh/sios | |Beta Code=nukterh/sios | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[nightly]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span> 53</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[-εισ-]], [[-ισ-]]), <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.188</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:20, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, nightly, Luc.Alex. 53 (v.l. -εισ-, -ισ-), S.E.M.10.188.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερήσιος: -ον, νυκτερινὸς (πρβλ. ἡμερήσιος), Ἀριστοφ. Θεσμ. 204, κατὰ τὸν Dobr. ἀντὶ νυκτερείσια. Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 53, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 188.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui (agit) de nuit.
Étymologie: νύκτερος.
Greek Monolingual
νυκτερήσιος και νυκτερίσιος, -ον (Α)
νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. ημερ-ήσιος), που προτιμάται από τη γρφ. νυκτερ-ίσιος(βλ. λ. νύχτα)].
Greek Monotonic
νυκτερήσιος: -ον (νύκτερος), νυχτερινός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερήσιος: ночной (χρησμός Luc.; φάντασμα Sext.).
Middle Liddell
νυκτερήσιος, ον, νύκτερος
nightly, Ar.