νυκτερείσιος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktereisios | |Transliteration C=nyktereisios | ||
|Beta Code=nukterei/sios | |Beta Code=nukterei/sios | ||
|Definition=ον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed | |Definition=ον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed like [[νυκτερήσιος]], sens. obsc., ἔργα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>204</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:25, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed like νυκτερήσιος, sens. obsc., ἔργα Ar.Th.204.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερείσιος: ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ νυκτερήσιος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση του ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].
Russian (Dvoretsky)
νυκτερείσιος: (игра слов, по созвучию с ἐρείδω Arph.) = νυκτερήσιος.