νώγαλα: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nogala | |Transliteration C=nogala | ||
|Beta Code=nw/gala | |Beta Code=nw/gala | ||
|Definition=τά, | |Definition=τά, [[dainties]], [[sweetmeats]], eaten after dinner, [[dessert]], like [[τρωγάλια]], <span class="bibl">Antiph.65</span>, <span class="bibl">Ephipp.24</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:25, 24 August 2022
English (LSJ)
τά, dainties, sweetmeats, eaten after dinner, dessert, like τρωγάλια, Antiph.65, Ephipp.24.
Greek (Liddell-Scott)
νώγᾰλα: τά, ὀρεκτικὰ ἐδέσματα, ἐσθιόμενα μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς τὰ τρωγάλια, Ἀντιφάν. ἐν «Βουσίριδι» 1, Ἐπιφάν. ἐν Ἀδήλ. 3.
Greek Monolingual
νώγαλα, τὰ (Α)
ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. λώγαλα και συνδέεται με τη γλώσσα λώγη («καλάμη και συγκομιδή σίτου») δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: dainties, sweetmeats (Com. IVa)
Derivatives: νωγαλέος = λαμπρός (Zonar.) and νωγαλ-ίζω chew ν. (Com. IVa) with νωγαλίσματα pl. = νώγαλα (Poll.); also -εύω id. (Suid.) with -εύματα pl. id. (Com. V--IVa).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Word of popular language without etymology. After Grošelj Živa Ant. 1, 259 dissimilated from *λώγαλα, from λώγη. Older attempt in Bq.
Frisk Etymology German
νώγαλα: {nṓgala}
Grammar: n. pl.
Meaning: Leckerbissen, Süßigkeiten (Kom. IVa).
Derivative: Davon νωγαλέος = λαμπρός (Zonar.) und νωγαλίζω ‘an ν. kauen’ (Kom. IVa) mit νωγαλίσματα pl. = νώγαλα (Poll.); auch -εύω ib. (Suid.) mit -εύματα pl. ib. (Kom. V—IVa).
Etymology: Wort der Alltagssprache ohne Etymologie. Nach Grošelj Živa Ant. 1, 259 aus *λώγαλα dissimiliert, von λώγη. Älterer Versuch bei Bq.
Page 2,330