ἐναγίζω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enagizo | |Transliteration C=enagizo | ||
|Beta Code=e)nagi/zw | |Beta Code=e)nagi/zw | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. -ιῶ <span class="bibl">Is.6.51</span>, <span class="bibl">7.30</span>:—[[offer sacrifice to the dead]], opp. [[θύω]] (to the gods), τινί <span class="bibl">Hdt.1.167</span>; <b class="b3">ἐ. τινὶ ὡς ἥρωϊ</b>, opp. <b class="b3">θύειν τινὶ ὡς ἀθανάτῳ</b>, <span class="bibl">Id.2.44</span>, cf. <span class="bibl">Is.6.51</span>, al., <span class="bibl">Plb.23.10.17</span>; τοῖς κατὰ πόλεμον τελευτήσασιν <span class="title">IG</span>22.1006.26 (ii B. C.): c. acc. rei, ἐ. ἀποπυρίδας τινί <span class="bibl">Clearch.16</span>; κριόν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>4</span>, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:25, 24 August 2022
English (LSJ)
fut. -ιῶ Is.6.51, 7.30:—offer sacrifice to the dead, opp. θύω (to the gods), τινί Hdt.1.167; ἐ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, opp. θύειν τινὶ ὡς ἀθανάτῳ, Id.2.44, cf. Is.6.51, al., Plb.23.10.17; τοῖς κατὰ πόλεμον τελευτήσασιν IG22.1006.26 (ii B. C.): c. acc. rei, ἐ. ἀποπυρίδας τινί Clearch.16; κριόν Plu.Thes.4, etc.
German (Pape)
[Seite 824] Todtenopfer bringen, Her. 1, 167, τινί; die jährlich auf dem Grabe dargebracht wurden; Plut. Arist. 21; Is. 2, 46. 6, 51; auch = den Heroen opfern, Her. 2, 44, nicht = den Göttern opfern (θύειν), vgl. Plut. Her. malign. 13 u. Schol. Ap. Rh. 1, 587; auch βοῦν, ταῦτα οὐκ ἄρνας, Plut. Sol. 21 Cat. mai. 15; ἀποπυρίδας Clearch. Ath. VIII, 344 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναγίζω: προσφέρω θυσίας εἰς τοὺς νεκροὺς ἢ εἰς τὰς σκιάς, ἀντίθετον τῷ θύω (ὅπερ ἐννοεῖ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, Λατ. parentare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 167· ἐναγ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θύειν τινὶ ὡς θεῷ, ὁ αὐτ. 2. 44· ὁ πολέμαρχος θύει μὲν Ἀρτέμιδι.., καὶ τοῖς περὶ Ἁρμόδιον ἐναγίζει Ἀριστ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἰσαῖον 61. 21., 62. 40., 66. 25, Πλούτ. 2. 857D, Wess. Διόδ. 1. 224, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐναγίζειν ἀποπυρίδας τινὶ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 344C· κριὸν Πλουτ. Θησ. 4, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐναγίζειν· τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἢ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἢ φονεύειν, ἄγος γὰρ τὸ μίασμα».
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνήγιζον;
sacrifier à un mort ou à un demi-dieu.
Étymologie: ἐναγής.
Spanish (DGE)
1 intr. ofrecer sacrificios funerarios, rendir honras fúnebres en honor de héroes o guerreros caídos en la guerra, c. dat. τῷ δὲ ἑτέρῳ (Ἡρακλέι) ὡς ἥρωι ἐναγίζουσι dif. de θύειν Hdt.2.44, cf. Apollod.2.5.1, ἐναγίζειν Ἀτρείδαις καὶ Τυδείδαις Arist.Mir.840a6, cf. Fr.426, Plb.23.10.17, Str.13.1.32, Paus.7.19.10, (Ἀχιλλεῖ) ἐνήγιζον δὲ ὡς τεθνεῶτι Philostr.Her.69.5, τοῖς κατὰ πόλεμον τελευτήσασιν IG 22.1006.26 (II a.C.), τοῖς δὲ τελευτήσασι τῶν στρατιωτῶν ἐν τῇ μάχῃ D.C.68.8.2, en honor de familiares y muertos en gener. ἵνα μήτε τὰ ἱερὰ τὰ πατρῷα ὑπὲρ ἐκείνου μηδεὶς τιμᾷ μήτ' ἐναγίζῃ αὐτῷ Is.2.46, τοῖς κατοιχομένοις Plu.2.285b, cf. 872e, Lib.Narr.13, οὐδὲ τοῖς γονεῦσιν οἱ πολλοὶ ἐναγίζουσιν de los tesalios, Philostr.Her.70.13, τῷ μὲν πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ἐ. Ael.Fr.42, (Ῥωμαῖοι) τοῖς φθιτοῖς ἐναγίζουσι Plu.Num.19, cf. 2.268b, τεθνηκότι Κασσίῳ παίζοντες καὶ γελωτοποιοῦντες ἐναγίζομεν Plu.Brut.45, ᾧ καὶ ἐνήγισεν ἐν τῷ οἰκήματι ἐν ᾧ ἐτετελευτήκει D.C.68.30.1, cf. 69.11.1, tb. sin dat. ἐπὶ τὰ μνήματα ἰέναι χεόμενον καὶ ἐναγιοῦντα acudir a los sepulcros ofreciendo libaciones y sacrificios Is.6.51, cf. 65, part. subst. οἱ Ἐναγίζοντες los que ofrecen sacrificios a los difuntos tít. de una comedia de Dífilo, Ath.165e.
2 tr. ofrecer en sacrificio c. ac. de la ofrenda o lo sacrificado ὡς νεκρῷ ... τὸ ἱερεῖον ἐ. Apollod.2.5.1, ἐναγίζουσι δ' αὐτῷ μέλανα κριὸν οἱ μαντευόμενοι Str.6.3.9, ὅσα ἥρῳ ἐνήγισε Arr.An.2.5.9, cf. Plu.Thes.4, Hld.1.17.5, ἀποπυρίδας ἐπὶ τοῦ μνήματος ἐνήγιζεν αὐτῷ le ofrecía como sacrificio una parrillada de peces sobre la tumba Clearch.58, αἶγα μέλαιναν Eus.Marcell.1.3.2, τὸ λιβανωτὸν τοῖς δαίμοσιν Gr.Nyss.Mart.2.160.27, en v. pas. ἀκήκοας πολλάκις ὡς ἱερεῖα τρεφόμεθα τοῖς θεοῖς ἐναγισθησόμενοι has oído muchas veces que nosotros somos alimentados para ser sacrificados como ofrendas a los dioses Hld.9.24.5.
Greek Monolingual
ἐναγιζω (Α)
1. προσφέρω θυσίες ή χοές σε νεκρούς ή ήρωες
2. σκοτώνω.
Greek Monotonic
ἐνᾰγίζω: μέλ. -σω, προσφέρω θυσία στους νεκρούς ή στα πνεύματα των νεκρών, Λατ. parentare, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰγίζω: (тж. ἐ. τι Plut.) совершать жертвоприношение (теням усопших) (τῷ μὲν ἀθανάτῳ θύειν, τῷ δ᾽ ἥρωϊ ἐ. Her.; φθαρτοῖς καὶ ἥρωσιν ἐ., ἀλλὰ μὴ θύειν ὡς θεοῖς Plut.; τινί Arst., Isae.).
Middle Liddell
fut. σω
to offer sacrifice to the dead or manes, Lat. parentare, τινί Hdt., etc.