ἐξορούω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksoroyo | |Transliteration C=eksoroyo | ||
|Beta Code=e)corou/w | |Beta Code=e)corou/w | ||
|Definition= | |Definition=[[leap jorth]], Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν <span class="bibl">Il.3.325</span>; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν <span class="bibl">Od.10.47</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 07:00, 24 August 2022
English (LSJ)
leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.
French (Bailly abrégé)
s'élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.
Greek Monolingual
ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].
Greek Monotonic
ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορούω:
1) вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2) выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).