ἀναξιφόρμιγξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaksiformigks | |Transliteration C=anaksiformigks | ||
|Beta Code=a)nacifo/rmigc | |Beta Code=a)nacifo/rmigc | ||
|Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, | |Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, [[ruling the lyre]], ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι <span class="bibl">Pi. <span class="title">O.</span>2.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:12, 24 August 2022
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ, ruling the lyre, ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι Pi. O.2.1.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
roi de la lyre ; LSJ dirigé par la lyre.
Étymologie: ἄναξ, φόρμιγξ.
English (Slater)
ἀναξῐφόρμιγξ
1 ruling the lyre ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι (O. 2.1)
Spanish (DGE)
-ιγγος
• Prosodia: [ᾰ-]
que señorea la lira ὕμνοί Pi.O.2.1, ἀ[ναξιφόρ] μιγγος Οὐρ[αν] ίας B.4.7.
Greek Monolingual
ἀναξιφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
(για ύμνους) αυτός που κατευθύνει το παίξιμο της φόρμιγγος, της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + φόρμιγξ.
Greek Monotonic
ἀναξιφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που άρχεται από τη φόρμιγγα ή τη λύρα, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναξιφόρμιγξ: ιγγος adj. направляемый формингой, т. е. исполняемый в сопровождении форминги (ὕμνοι Pind.).
Middle Liddell
ruled by the lyre, Pind.