ἀνδρομήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=andromikis
|Transliteration C=andromikis
|Beta Code=a)ndromh/khs
|Beta Code=a)ndromh/khs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a man's height]], σταύρωμα <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.3</span>; φοῖνιξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.6.7</span>; [[ὕψος]], [[βάθος]], <span class="bibl">Plb.8.5.6</span>, <span class="bibl">10.46.3</span>; θυρεοί <span class="bibl">Onos.20.1</span>; πυρός <span class="bibl">Sosith.2.18</span>.</span>
|Definition=ες, [[of a man's height]], σταύρωμα <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.3</span>; φοῖνιξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.6.7</span>; [[ὕψος]], [[βάθος]], <span class="bibl">Plb.8.5.6</span>, <span class="bibl">10.46.3</span>; θυρεοί <span class="bibl">Onos.20.1</span>; πυρός <span class="bibl">Sosith.2.18</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:14, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρομήκης Medium diacritics: ἀνδρομήκης Low diacritics: ανδρομήκης Capitals: ΑΝΔΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: andromḗkēs Transliteration B: andromēkēs Transliteration C: andromikis Beta Code: a)ndromh/khs

English (LSJ)

ες, of a man's height, σταύρωμα X.HG3.2.3; φοῖνιξ Thphr.HP2.6.7; ὕψος, βάθος, Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18.

German (Pape)

[Seite 218] ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρομήκης: -ες, (μῆκος) ἀνδρὸς μῆκος ἔχων, στρύρωμα Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3· ὕψος, βάθος, Πολύβ. 8. 7, 6., 10. 46, 3· τὸν ἀνδρομ. πυρὸν Σωσιθέου Δάφνις ἢ Λιτυέρσας 18 (ἴδε Clinton F. ΙΙ. 3. σ. 502).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la taille d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, μῆκος.

Spanish (DGE)

-ες
de la altura de un hombre κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι X.HG 3.2.3, φοίνικες ... ἀνδρομήκεις ὄντες Thphr.HP 2.6.7, ἀνδρομήκους ὕψους κατεπύκνωσε τρήμασι τὸ τεῖχος abrió en el muro unas troneras a la altura de un hombre Plb.8.5.6, βάθος Plb.10.46.3, θυρεός Onas.20.1, πυρός Sosith.2.18.

Greek Monolingual

ἀνδρομήκης, -ες (Α)
ισομεγέθης προς άνδρα, εκείνος που το μήκος του είναι ίσο προς το ανδρικό ανάστημα.

Greek Monotonic

ἀνδρομήκης: -ες (ἀνήρ, μῆκος), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρομήκης: в человеческий рост (σταύρωμα Xen.; βάθος Polyb.).

Middle Liddell

ἀνήρ, μῆκος
of a man's height, Xen.