ηράκλειος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [<i>Ηρακλής</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «[[ηράκλειος]] [[άθλος]]» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — [[στενός]] [[θαλάσσιος]] [[πόρος]] [[μεταξύ]] της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, [[κατά]] τη [[μυθολογία]], έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιγαντώδης]], [[τεράστιος]], [[υπερφυσικός]] («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> <i>το ηράκλειο</i><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[σκιαδανθή]], [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἡράκλειον</i> και <i>Ἡρακλεῑον</i><br />α) [[ναός]] του Ηρακλέους<br />β) πολύ μεγάλο [[ποτήρι]], το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά Ἡράκλεια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Ηρακλέους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡρακλεία</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό ἡράκλειος</i><br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοῦσος ἡρακλείη» — η [[επιληψία]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) ἡράκλειον [[πάθος]]» — η [[ελεφαντίαση]] <b>(Αρετ.)</b><br />γ) «ἡράκλεια λουτρά» — θερμά λουτρά<br />δ) «[[λίθος]] ἡρακλεία» ή «[[λίθος]] ἡράκλεια» — ο [[μαγνήτης]]<br />ε) «[[πάνακες]] ἡράκλειον» — το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡρακλείως</i> (Α)<br />όπως ο Ηρακλής.
|mltxt=-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [<i>Ηρακλής</i>)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «[[ηράκλειος]] [[άθλος]]» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — [[στενός]] [[θαλάσσιος]] [[πόρος]] [[μεταξύ]] της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, [[κατά]] τη [[μυθολογία]], έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γιγαντώδης]], [[τεράστιος]], [[υπερφυσικός]] («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> <i>το ηράκλειο</i><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] [[σκιαδανθή]], [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Ἡράκλειον</i> και <i>Ἡρακλεῖον</i><br />α) [[ναός]] του Ηρακλέους<br />β) πολύ μεγάλο [[ποτήρι]], το οποίο χρησιμοποιούσε ο Ηρακλής<br /><b>2.</b> (ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τά Ἡράκλεια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν του Ηρακλέους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡρακλεία</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό ἡράκλειος</i><br />[[μήνας]] του Δελφικού έτους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «νοῦσος ἡρακλείη» — η [[επιληψία]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br />β) ἡράκλειον [[πάθος]]» — η [[ελεφαντίαση]] <b>(Αρετ.)</b><br />γ) «ἡράκλεια λουτρά» — θερμά λουτρά<br />δ) «[[λίθος]] ἡρακλεία» ή «[[λίθος]] ἡράκλεια» — ο [[μαγνήτης]]<br />ε) «[[πάνακες]] ἡράκλειον» — το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡρακλείως</i> (Α)<br />όπως ο Ηρακλής.
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡράκλειος, -εία, -ον και ἡράκλειος, -ον, επικ. τ. ἡρακλήειος, ιων. τ. ἡρακλήϊος, -η, -ον) [Ηρακλής)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Ηρακλή (α. «ηράκλειος άθλος» β. «βίη Ἡρακλείη» — ο Ηρακλής, Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «Ἡράκλειαι στῆλαι» ή «στήλες του Ηρακλέους» — στενός θαλάσσιος πόρος μεταξύ της Μεσογείου και του Ατλαντικού ωκεανού, το σημερ. Γιβραλτάρ, όπου ο Ηρακλής, κατά τη μυθολογία, έστησε σε καθεμιά από τις δύο όχθες από μια στήλη
νεοελλ.
1. γιγαντώδης, τεράστιος, υπερφυσικός («με τον ένα ηράκλειον βραχίονα», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το ηράκλειο
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη σκιαδανθή, οικογένεια σκιαδοφόρα·