ἄσκαφος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askafos
|Transliteration C=askafos
|Beta Code=a)/skafos
|Beta Code=a)/skafos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not dug about]], ἄμπελοι <span class="bibl">Str.11.4.3</span>.</span>
|Definition=ον, [[not dug about]], ἄμπελοι <span class="bibl">Str.11.4.3</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκᾰφος Medium diacritics: ἄσκαφος Low diacritics: άσκαφος Capitals: ΑΣΚΑΦΟΣ
Transliteration A: áskaphos Transliteration B: askaphos Transliteration C: askafos Beta Code: a)/skafos

English (LSJ)

ον, not dug about, ἄμπελοι Str.11.4.3.

German (Pape)

[Seite 370] (σκάπτω), unbehackt, ἄμπελος Strab. 11.

Spanish (DGE)

(ἄσκᾰφος) -ον
agr. no labrado, no cavado γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.

Greek Monolingual

-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος»)
2. όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο χωράφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. άσκαφος < α- στερ. + -σκαφος < εσκάφην, σκάπτω
άσκαβος < α- στερ. + σκάβω
άσκαφτος < άσκαπτος
άσκαπτος < α- στερ. + σκαπτός < σκάπτω. Ο χ. άσκαπτος μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας].