τετράστιχος: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrastichos | |Transliteration C=tetrastichos | ||
|Beta Code=tetra/stixos | |Beta Code=tetra/stixos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[in four rows]] or [[courses]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span>28.17</span>, <span class="bibl">36.17</span> (<span class="bibl">39.10</span>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, in four rows or courses, LXX Ex.28.17, 36.17 (39.10).
German (Pape)
[Seite 1099] in vier Reihen, Zeilen, vierzeilig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράστῐχος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων στίχων ἢ σειρῶν, ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17, Λϛʹ, 8).
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράστιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές
νεοελλ.
βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο
ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή στροφή ποιήματος η οποία έχει τέσσερεις στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στίχος (πρβλ. πεντά-στιχος)].