τραγομάσχαλος: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tragomaschalos | |Transliteration C=tragomaschalos | ||
|Beta Code=tragoma/sxalos | |Beta Code=tragoma/sxalos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[with arm-pits smelling like a he-goat]], Γοργόνες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>811</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:42, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.
German (Pape)
[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυ-μάσχαλος].
Greek Monotonic
τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγομάσχᾰλος: с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).
Middle Liddell
τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, μασχάλη
with armpits smelling like a he-goat, Ar.