ἡγεσία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=igesia
|Transliteration C=igesia
|Beta Code=h(gesi/a
|Beta Code=h(gesi/a
|Definition=ἡ<b class="b3">, ἡγέομαἰ</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἥγησις]], Hsch. (<b class="b3">ἡγεσκίης· ὁδηγησίας</b> cod.).</span>
|Definition=ἡ<b class="b3">, ἡγέομαἰ</b> = [[ἥγησις]], Hsch. (<b class="b3">ἡγεσκίης· ὁδηγησίας</b> cod.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:53, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεσία Medium diacritics: ἡγεσία Low diacritics: ηγεσία Capitals: ΗΓΕΣΙΑ
Transliteration A: hēgesía Transliteration B: hēgesia Transliteration C: igesia Beta Code: h(gesi/a

English (LSJ)

, ἡγέομαἰ = ἥγησις, Hsch. (ἡγεσκίης· ὁδηγησίας cod.).

German (Pape)

[Seite 1151] ἡ, das Wegweisen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεσία: ἡ, (ἡγέομαι) = ἥγησις, Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. 2. σ. 172. 91.

Greek Monolingual

η (Α ἡγεσία) ηγέτης
καθοδήγηση, αρχηγία, ανώτατη αρχή («υπό την ηγεσία του τάδε»)
νεοελλ.
συνεκδ. ο αρχηγός και τα άτομα που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην κλίμακα της ιεραρχικής πυραμίδας ενός πολιτικού ή στρατιωτικού σώματος ή άλλου οργανισμού («η ηγεσία του κόμματος»).