ἱερώνυμος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ieronymos | |Transliteration C=ieronymos | ||
|Beta Code=i(erw/numos | |Beta Code=i(erw/numos | ||
|Definition=ον, (ὄνομα) | |Definition=ον, (ὄνομα) [[of hallowed name]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>10</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, (ὄνομα) of hallowed name, Luc.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 1243] mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων ἱερὸν ὄνομα, Λουκ. Λεξιφ. 10.
French (Bailly abrégé)
dont le nom est sacré.
Étymologie: ἱερός, ὄνομα.
Greek Monolingual
-η -ο, θηλ. και -ος (Α ἱερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει ιερό όνομα, άγιο όνομα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ιερώνυμος
γένος ευφορβιοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα). Το -ω- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος)].
Russian (Dvoretsky)
ἱερώνῠμος: носящий священное имя Luc.